- φηλήτης
- ὁ, Αβλ. φιλήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φηλήτης — φηλητής masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηλῆτα — φηλητής masc voc sg φηλητής masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηληταί — φηλητής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηλητέων — φηλητής masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηλητήν — φηλητής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηλητῶν — φηλητής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηλήτῃσι — φηλητής masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηλήτῃσιν — φηλητής masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… … Dictionary of Greek
φηλήτας — φηλήτᾱς , φηλητής masc acc pl φηλήτᾱς , φηλητής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)